-
1 πηγμα
- ατος τό1) скрепление, скрепы(τοῦ κέλητος Anth.)
2) смерзлостьπ. τῆς χιόνος Polyb. — смерзшийся снег
3) створаживающее вещество, фермент (sc. τοῦ γάλακτος Arst.)4) перен. связь, укреплениеὅρκος, π. γενναίως παγέν Aesch. — клятва - благородное подкрепление (слова)
См. также в других словарях:
Λουσοί — Αρχαία πόλη της Αρκαδίας με ιερό της Άρτεμης. Βρίσκεται στη σημερινή περιοχή Καλαβρύτων (Αχαΐα), κοντά στο μικρό χωριό Λουσικό (υψόμ. 1.140 μ.). Από τα Καλάβρυτα ξεκινά δρόμος που οδηγεί μέσα από τους Άνω και Κάτω Λουσούς μέχρι το ιερό της… … Dictionary of Greek
κροκών — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν βασιλιάς της χώρας που βρισκόταν στους Ρειτούς, μεταξύ Αθήνας και Ελευσίνας. Η χώρα αυτή ονομαζόταν επί Παυσανία «Κρόκωνος βασίλεια». Σύμφωνα με την παράδοση, ο Κ. ήταν γαμπρός του Κελεού (βασιλιά της Ελευσίνας),… … Dictionary of Greek